μοίρα

μοίρα
η
1) доля, часть;

νόμιμος μοίρα — законная доля;

μοίρα γης — участок земли, выпавший по жребию;

2) удел, жребий, доля, участь, судьба;

καλή μοίρα — счастливая доля;

μαύρη μοίρα — горькая участь:

δεν έχω στον ήλιο μοίρα — быть обездоленным;

είναι της μοίρας μου — или τώχει η μοίρα μου — судьба моя такая;

3) (М.) богиня судьбы, Мойра;
4) воен, дивизион; ба- тальон; мор. эскадра; ав. эскадрилья;

(ναυτική) μοίρα — эскадра;

μοίρα αντιτορπιλλικών — дивизион эскадренных миноносцев, эсминцев;

μοίρα πυροβολικοί — артдивизион;

μοίρα (αεροπορίας) — эскадрилья;

μοίρα νοσοκόμων — санитарный батальон;

5) геогр. градус;
6) перен. ступень, уровень, ряд;

βάζω στην ίδια μοίρα — ставить на одну доску, на одну ступень;

θέτω τί, τινά εν ιση (μείζονι, ελάσσονι) μοίρα — ставить кого-что-л. на равную (более высокую, низкую) ступень;

§ δεν ξέρει τα δυό κακά της Μοίρας του он круглый невежда, он ничего не смыслит в этом деле

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Полезное


Смотреть что такое "μοίρα" в других словарях:

  • μοίρα — μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc/acc dual μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc/acc dual (ionic) μοίρᾱ , μοῖρα part fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱ , μοιράω share pres imperat act 2nd sg μοίρᾱ , μοιράω share imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοίρᾳ — μοίρᾱͅ , μοῖρα part fem dat sg (attic doric aeolic) μοίρᾱͅ , μοῖρα part fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοίρα — Μοίρᾱ , Μοῖρα part fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοίρᾳ — Μοίρᾱͅ , Μοῖρα part fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοῖρα — part fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοῖρα — part fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • μοίρα — η 1. τμήμα κάποιου όλου, τεμάχιο, κλήρος, μερίδιο: Έκοψε τις επαφές με την οικογένεια και αρνήθηκε ακόμα και τη νόμιμη μοίρα του. 2. τμήμα στόλου ή στρατού: Ναυτική μοίρα. 3. μονάδα μέτρησης των τόξων και των γωνιών, το 1/360 του κύκλου: Η γωνία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοῖρᾳ — μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl μοῖραι , μοῖρα part fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μοῖρᾳ — Μοῖραι , Μοῖρα part fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοίρας — μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric aeolic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem acc pl (ionic) μοίρᾱς , μοῖρα part fem gen sg (attic doric ionic aeolic) μοίρᾱς , μοιράω share pres ind act 2nd sg (attic) μοίρᾱς ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»